-
1 оргаиический
оргаии́ческ||ийприл в разн. знач. ὁργανικός:\оргаиическийие вещества́ хим. οἱ ὁργανικές οὐσίες' \оргаиическийое заболевание ἡ ὁργανική νόσος, τό ὁργανικό νόσημα· \оргаиическийая потребность ἡ ὁργανική ἀνάγκη· \оргаиическийое целое τό ὅλον, τό ὀλάκερον \оргаиическийая связь ἡ ὁργανική σχέση· ◊ \оргаиическийая химия ἡ ὁργανική χημεία -
2 химия
химия ж η χημεία* органическая (неорганическая) \химия η οργανική ( ανόργανη) χημεία* * *жη χημείαоргани́ческая (неоргани́ческая) хи́мия — η οργανική (ανόργανη) χημεία
-
3 органический
επ.οργανικός•-ые вещества οργανικές ουσίες•
-ие остатки οργανικά λείψανα•
-ая потребность οργανική ανάγκη•
-ое целое οργανικό ενιαίο όλο.
|| στενά συνδεμένος•-ое единство теории и практики στενή σύνδεση θεωρίας και πρακτικής.
εκφρ.- ая химия – οργανική χημεία. -
4 анализ
1. (метод исследования) η ανάλυση, η εξέταση 2. мед. η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > анализ
-
5 вещество
η ύλη, η ουσία, το υλικόвзрывчатое - εκρηκτική -, το εκρηκτικόдиамагнитное - το διαμαγνητικό υλικό/ουσίαдубящее - δεψική -, τανινή -костное - см. остеинминеральное - ορυκτή -, η μεταλλική ουσίαосаждающее - της κατακρήμνισης, το μέσον κατακρήμνι-σηςотравляющее - η δηλητηριώδης/τοξική ουσίαохлаждающее - ψυκτική -, το ψυκτικόпарамагнитное - το παραμαγνητικό υλικό/ουσίαрадиоактивное - η ραδιενεργός ουσία/υλικόсерое - (мозга) анат. η φαιά ουσίαсмазочное - το λιπαντικό, η λιπαντική ουσίαтвёрдое - η στερεά ουσία/ύληферромагнитное - το σίδηρο μαγνητικό υλικό/ουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вещество
-
6 краситель
η χρωστική ουσία, το χρώμα, η βαφή * - выцветает - ξεθωριάζειРусско-греческий словарь научных и технических терминов > краситель
-
7 соединение
1. (деталей болтами, сваркой, клёпкой и т.п.) η ένωση, η σύνδεσηвильчатое - мех. о διχαλωτός σύνδεσμοςзаклёпочное - η (καθ)ηλωτή σύνδεση, η ηλοσύνδεση-- заклёпочное однорядное{}двухрядное{}{}трёхрядное{} η ηλοσύνδεση απλής/ διπλής/τριπλής σειράς- заклёпочное шахматное - διά ήλων κατά διαγωνίων, разг. - με σειρά ζιγκ-ζάγκнеразъёмное - η μη λυόμενη/σταθερή σύνδεσηразъёмное - η λυόμενη/εξαρμόσιμη σύνδεσηстыковое - см. - встык телескопическое - τηλεσκοπική -штыковое - ο λογχοειδής αρμός, ο στυλι-δωτός σύνδεσμος2. (эл., рад.) η σύνδεσηпараллельное - эл. παράλληλη -последовательное эл. - εν σειράсмешанное - эл. μ(ε)ικτή -3. хим. η ένωσηлетучее - πτητική -, ευεξάτμιστη -предельное - см. насыщенное -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединение
-
8 состав
1. (совокупность частей, предметов, образующих сложное целое) η σύνθεση, η διάρθρωση 2. (определённый анализом) το περιεχόμενο 3. (специальная смесь, раствор, соединение) το μ(ε)ίγμα 4. (поездной) η αμαξοστοιχίαο συρμόςразг. το τρένο5. грам. το σύνολο 6. (коллектива, организации) το προσωπικό 7. (преступления) το σώμα (του εγκλήματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состав
-
9 химия
η χημείαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > химия
-
10 падеж
падежм грам. ἡ πτώση [-ις]:именительный \падеж ἡ ὁνομαστική· родительный \падеж ἡ γενική· дательный \падеж ἡ δοτική· винительный \падеж ἡ ἀϊτιατική· звательный \падеж ἡ κλητική· творительный \падеж ἡ ὁργανική· предложный \падеж ἡ ἐμπρόθετη. -
11 творительный
творительныйпадеж грам. ἡ ὁργανική πτώσις. -
12 химия
химияж ἡ χημεία:органическая (неорганическая) \химия ἡ ὁργανική (ανόργανος) χημεία· физическая \химия ἡ φυσική χημεία· прикладная \химия ἡ ἐφηρμοσμένη χημεία· большая \химия ἡ μεγάλη χημική βιομηχα-νεία. -
13 творительный
[*][падеж) [*][τβαρίτιλ'νυΤ (παντιέσ)][\*] εκ. (γραμ.) οργανική (πτώση) -
14 instrumental variable
French\ \ variable instrumentaleGerman\ \ Instrument-VariableDutch\ \ instrumentele variabeleItalian\ \ variabile strumentaleSpanish\ \ variable auxiliar; variable instrumentalCatalan\ \ variable instrumentalPortuguese\ \ variável instrumentalRomanian\ \ -Danish\ \ instrumental variabelNorwegian\ \ instrumental-variabelSwedish\ \ instrumentalvariabelGreek\ \ οργανική μεταβλητήFinnish\ \ väline-t. instrumenttimuuttujaHungarian\ \ tényezõ változóTurkish\ \ araç değişkenEstonian\ \ instrumentaaltunnusLithuanian\ \ instrumentinis kintamasis; instrumentinis kintamasis dydisSlovenian\ \ -Polish\ \ zmienna instrumentalnaRussian\ \ инструментальная переменнаяUkrainian\ \ інструментальна зміннаSerbian\ \ инструментална променљиваIcelandic\ \ -Euskara\ \ aldagai instrumentalFarsi\ \ mot gh yere bzariPersian-Farsi\ \ متغيّر ابزاريArabic\ \ متغير مساعدAfrikaans\ \ instrumentele veranderlikeChinese\ \ 媒 介 变 量 , 工 具 变 量Korean\ \ 도구변수 -
15 творительный
[*][падеж)[*][τβαρίτιλ'νυΤ (παντιέσ)][\*] επ (γραμ) οργανική (πτώση) -
16 белок
-лка α.1. λεύκωμα, ασπράδι (αυγού).2. λεύκωμα (οργανική ουσία).3. ασπράδι του ματιού, ο κερατοειδής χιτώνας. -
17 за
πρόθεση με αιτ. ή οργανική.1. πέρα(ν), έξω•жить за городом ζω έξω από την πόλη•
пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•
выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•
уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•
за морем, за морями πέραν των θαλασσών.
2. πίσω, όπισθεν, κοντά•запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•
идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•
он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•
-садом πίσω από τον κήπο•
заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•
гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•
он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•
спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•
он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•
у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.
3. για, διά•он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•
вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•
просить за кого παρακαλώ για κάποιον•
работать за двоих δουλεύω για δυό•
за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•
ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•
я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•
благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•
платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•
выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•
я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•
за раз, за один раз για μια φορά•
я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•
послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•
ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•
он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.
|| (σημαίνει σκοπό)•за великое дело για μεγάλο έργο•
бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.
4. αντί, για•око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•
зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.
5. υπέρ•говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•
кто за? ποιος είναι υπέρ;•
стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•
за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.
6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.
7. από•взять за руку πιάνω από το χέρι•
повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•
водить за нос σέρνω από τη μύτη•
бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•
схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•
приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•
заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.
8. στον, στην, στο•сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•
сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•
он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•
за ваше здоровье στην υγεία σας.
9. (σημαίνει απόσταση)•за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.
10. προς•нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.
11. με•она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.
12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•за неспособностью λόγω ανικανότητας•
за старостью лет σαν παρήλικος•
награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•
за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.
13. εν, κατά•за отсуствием εν απουσία, απόντος.
14. (για εργασία, ασχολία)•взяться за работу πιάνω τη δουλειά•
взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.
15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).
16. αντί, για, στη θέση•расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.
17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•
запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•
за мой счет με δικά μου έξοδα•
всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•
ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•
что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•
ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...
|| (με την ιδιότητα)•за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•
за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.
|| σαν, ως, για•признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.
|| (αντικείμενο επιδίωξης) •охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.
|| (άλλες σημασίες)•взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•
за исключением εξαιρέσει, εκτός•
он за все сердится όλα του φταίνε•
заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•
за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•
ни за что με κανένα τρόπο.
-
18 неживой
επ.1. νεκρός, πεθαμένος, άψυχος, άπνοος•младенец родился неживой το βρέφος γεννήθηκε νεκρό.
2. άψυχος, η μη οργανική φύση• τα ορυκτά.3. άτονος, ξέψυχος, -ησμένος•неживой голос ξεψυχισμένη φωνή.
4. μτφ. θαμπός, μουντός•неживой цвет ξεψυχισμένο (μη ζωηρό) χρώμα.
-
19 органика
-и θ.οργανική χημεία. -
20 творительный
επ. творительный падж (γραμμ.) η οργανική πτώση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οργανική αρχιτεκτονική — Ο όρος οργανικός στην αρχιτεκτονική, στο μέτρο που συνδέεται με την αντίληψη περί φυσικού οργανισμού, παρουσιάζεται ήδη σε μερικούς ιστοριογράφους των περασμένων αιώνων με την έννοια του λειτουργικού, ενώ με τη σημερινή του σημασία αναφέρεται… … Dictionary of Greek
ὀργανικῇ — ὀργανικός serving as organs fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργανική — ὀργανικός serving as organs fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελατηρίνη — Οργανική ένωση του τύπου C20H28O5, που ανήκει στους γλυκοζίτες. Λαμβάνεται από τους καρπούς του φυτού πικραγγουριά και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως καθαρτικό και στη θεραπεία της υδροπικίας. Παρουσιάζεται σε δύο ισομερείς μορφές, την… … Dictionary of Greek
θυμίνη — Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των πυριμιδινικών βάσεων και έχει χημικό τύπο C5H6N2O2. Συμβολίζεται με Τ και είναι λευκό κρυσταλλικό σώμα, ευδιάλυτο στο ζεστό νερό και δυσδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες. H θ. υπάρχει σε όλους τους ζωντανούς… … Dictionary of Greek
κερκίτης — Οργανική ένωση του τύπου C6H7(OH)5, που βρίσκεται στα βελανίδια. Είναι λευκό κρυσταλλικό σώμα, με γλυκιά γεύση, ευδιάλυτο στο νερό. Έχει σημείο τήξης 234°C. Ονομάζεται και βαλανοσάκχαρο. * * * ο χημ. η κυκλική οργανική ένωση πεντασθενής αλκοόλη.… … Dictionary of Greek
κιναλδίνη — Οργανική ένωση του τύπου CH3C9H6N (2 μεθυλοκινολίνη) η οποία βρίσκεται στη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμο υγρό, με σημείο τήξης 246°C και παρασκευάζεται με συμπύκνωση δύο μορίων ακεταλδεΰδης με ένα μόριο ανιλίνης, παρουσία θειικού οξέος και… … Dictionary of Greek
σακχαρίνη — Οργανική ένωση που έχει τον τύπο C6H4COSO2NH· είναι το κυκλικό ιμμίδιο του ορθοσουλφοβενζοϊκού οξέος. Είναι ουσία λευκή κρυσταλλική, λίγο διαλυτή στο ψυχρό ύδωρ και γι’ αυτό χρησιμοποιείται υπό μορφή νατριούχου άλατος που είναι διαλυτό στο νερό.… … Dictionary of Greek
χλωράλη — Οργανική ουσία, που προέρχεται από την ακεταλδεΰδη με αντικατάσταση τριών ατόμων υδρογόνου με χλώριο (γι’ αυτό λέγεται και τριχλωρακεταλδεΰδη (CCl3–CHO). Την παρασκεύασε πρώτη φορά ο Γιούστους φον Λίμπιχ το 1832, από χλώριο και αιθυλική αλκοόλη:… … Dictionary of Greek
χλωροφόρμιο — Οργανική αλογονούχα ένωση με τύπο CHCl3 ένα τριχλωριωμένο παράγωγο του μεθανίου. Στη βιομηχανία, το χ. παρασκευάζεται με αντίδραση της ακετόνης ή της αιθυλαλκοόλης με υποχλωριώδη ιόντα ή με αναγωγή τετραχλωράνθρακα με σίδηρο. Το ακατέργαστο… … Dictionary of Greek
οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών … Dictionary of Greek