Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η οργανική

См. также в других словарях:

  • οργανική αρχιτεκτονική — Ο όρος οργανικός στην αρχιτεκτονική, στο μέτρο που συνδέεται με την αντίληψη περί φυσικού οργανισμού, παρουσιάζεται ήδη σε μερικούς ιστοριογράφους των περασμένων αιώνων με την έννοια του λειτουργικού, ενώ με τη σημερινή του σημασία αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

  • ὀργανικῇ — ὀργανικός serving as organs fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανική — ὀργανικός serving as organs fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατηρίνη — Οργανική ένωση του τύπου C20H28O5, που ανήκει στους γλυκοζίτες. Λαμβάνεται από τους καρπούς του φυτού πικραγγουριά και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως καθαρτικό και στη θεραπεία της υδροπικίας. Παρουσιάζεται σε δύο ισομερείς μορφές, την… …   Dictionary of Greek

  • θυμίνη — Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των πυριμιδινικών βάσεων και έχει χημικό τύπο C5H6N2O2. Συμβολίζεται με Τ και είναι λευκό κρυσταλλικό σώμα, ευδιάλυτο στο ζεστό νερό και δυσδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες. H θ. υπάρχει σε όλους τους ζωντανούς… …   Dictionary of Greek

  • κερκίτης — Οργανική ένωση του τύπου C6H7(OH)5, που βρίσκεται στα βελανίδια. Είναι λευκό κρυσταλλικό σώμα, με γλυκιά γεύση, ευδιάλυτο στο νερό. Έχει σημείο τήξης 234°C. Ονομάζεται και βαλανοσάκχαρο. * * * ο χημ. η κυκλική οργανική ένωση πεντασθενής αλκοόλη.… …   Dictionary of Greek

  • κιναλδίνη — Οργανική ένωση του τύπου CH3C9H6N (2 μεθυλοκινολίνη) η οποία βρίσκεται στη λιθανθρακόπισσα. Είναι άχρωμο υγρό, με σημείο τήξης 246°C και παρασκευάζεται με συμπύκνωση δύο μορίων ακεταλδεΰδης με ένα μόριο ανιλίνης, παρουσία θειικού οξέος και… …   Dictionary of Greek

  • σακχαρίνη — Οργανική ένωση που έχει τον τύπο C6H4COSO2NH· είναι το κυκλικό ιμμίδιο του ορθοσουλφοβενζοϊκού οξέος. Είναι ουσία λευκή κρυσταλλική, λίγο διαλυτή στο ψυχρό ύδωρ και γι’ αυτό χρησιμοποιείται υπό μορφή νατριούχου άλατος που είναι διαλυτό στο νερό.… …   Dictionary of Greek

  • χλωράλη — Οργανική ουσία, που προέρχεται από την ακεταλδεΰδη με αντικατάσταση τριών ατόμων υδρογόνου με χλώριο (γι’ αυτό λέγεται και τριχλωρακεταλδεΰδη (CCl3–CHO). Την παρασκεύασε πρώτη φορά ο Γιούστους φον Λίμπιχ το 1832, από χλώριο και αιθυλική αλκοόλη:… …   Dictionary of Greek

  • χλωροφόρμιο — Οργανική αλογονούχα ένωση με τύπο CHCl3 ένα τριχλωριωμένο παράγωγο του μεθανίου. Στη βιομηχανία, το χ. παρασκευάζεται με αντίδραση της ακετόνης ή της αιθυλαλκοόλης με υποχλωριώδη ιόντα ή με αναγωγή τετραχλωράνθρακα με σίδηρο. Το ακατέργαστο… …   Dictionary of Greek

  • οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»